ανελευθέρωτος

ανελευθέρωτος
ανελευθέρωτος, -η, -ο και αλευτέρωτος, -η, -ο
αυτός που δεν ελευθερώθηκε, ο σκλάβος: Το αφεντικό τού ζητούσε να δουλεύει στη δουλειά του σαν σκλάβος ανελευθέρωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανελευθέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί να ελευθερωθεί, αλύτρωτος 2. αυτός που δεν απαλλάχθηκε από τά βάρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”